ἀκατάστατα

ἀκατάστατα
ἀκατάστατος
unstable
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ακαιροφάγος — ἀκαιροφάγος, ον (Α) αυτός που τρώει ακατάστατα, όχι με καθορισμένο πρόγραμμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄκαιρος + φάγος < ἔφαγον, αόρ. β τού ρ. ἐσθίω] …   Dictionary of Greek

  • αντίληψη — Η λειτουργία που επιτρέπει στον άνθρωπο και στα πιο εξελιγμένα ζώα να διαλέγουν και να τοποθετούν μέσα σε λογικά σύνολα τις πληροφορίες που δέχονται από τα αισθητήρια όργανα. Έτσι, αν και κατά κανόνα οι α. πηγάζουν από αισθητηριακές διαδικασίες,… …   Dictionary of Greek

  • επισπορία — ἐπισπορία, ἡ (Α) [επίσπορος] 1. επισπορά 2. το να ρίχνει κανείς τους σπόρους ακατάστατα, τον ένα πολύ κοντά στον άλλο, όχι σε κανονικές αποστάσεις …   Dictionary of Greek

  • ξεμαλλιάρης — α, ικο αυτός που έχει ακατάστατα μαλλιά, ξεμαλλιασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξεμαλλιάζω + κατάλ. άρης (πρβλ. ξεδοντι άρης)] …   Dictionary of Greek

  • φύρδην — ΝΑ, και δωρ. τ. φύρδαν Α επίρρ. νεοελλ. φρ. «φύρδην μίγδην» τελείως ανακατεμένα, ανάκατα, με πλήρη ακαταστασία ή σε πλήρη σύγχυση αρχ. ανακατεμένα, ακατάστατα (α. «φύρδην ἐμάχοντο καὶ πεζοὶ καὶ ἱππεῑς», Ξεν. β. «φύρδην πάντα ἐπράττετο», Πολ.).… …   Dictionary of Greek

  • χυτός — ή, ό / χυτός, ή, όν, ΝΜΑ 1. αυτός που μετά την τήξη χυτεύθηκε σε καλούπι (α. «χυτό μέταλλο» β. «χυτὸς σίδηρος», Αθήν.) 2. (για μαλλιά) αυτός που χύνεται ελεύθερα στους ώμους, που δεν έχει δεθεί ή πλεχθεί (α. «είχε τα μαλλιά της χυτά» β. «χυτὴ… …   Dictionary of Greek

  • Καλφ, Βίλεμ — (WillemKalf, Ρότερνταμ 1619 – Άμστερνταμ 1693). Ολλανδός ζωγράφος. Αρχικά εργάστηκε στη Γαλλία και από το 1653 στο Άμστερνταμ. Υπήρξε μαθητής του Χέντρικ Ποτ στο Χάρλεμ, αλλά αργότερα ακολούθησε τη σχολή που αντιπροσώπευαν ο Βαν Γκόγιεν, ο Πίτερ… …   Dictionary of Greek

  • κορήματα, πλευρικά — Συσσώρευση κλαστικού υλικού που προέρχεται από τη φυσικοχημική διάσπαση των πετρωμάτων, τα οποία συγκροτούν τα ψηλότερα μέρη των κλιτύων των ορέων. Σχηματίζονται πάνω στις πλαγιές και υφίστανται τη διαβρωτική ενέργεια των ατμοσφαιρικών παραγόντων …   Dictionary of Greek

  • Σαν Ρέμο — (San Remo). Πόλη (περ. 59635 κάτ.) της Ιταλίας στην επαρχία Ιμπέρια, το πιο πολυσύχναστο κέντρο χειμερινών διακοπών της Ριβιέρας. Απλώνεται στο κέντρο ενός κολπίσκου που τριγυρίζετε αμφιθεατρικά από λόφους με πυκνή βλάστηση και διακρίνεται σε δύο …   Dictionary of Greek

  • ξεμαλλιάζω — ξεμάλλιασα, ξεμαλλιάστηκα, ξεμαλλιασμένος 1. βγάζω τα μαλλιά κάποιου, τα ξεριζώνω: Θα σε ξεμαλλιάσω, αν σε πιάσω. 2. η μτχ., ξεμαλλιασμένος αυτός που έχει βγαλμένα ή ακατάστατα μαλλιά, αλλ. αναμαλλιασμένος: Βγήκε ξεμαλλιασμένη στο δρόμο και… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”